Ελληνική Μυθολογία - Eleni longinou

Η Ιστοσελίδα της Ελένης Λογγίνου
Go to content

Main menu:

Ελληνική Μυθολογία

ΔΑΙΔΑΛΟΣ ΚΑΙ ΙΚΑΡΟΣ
Ο Δαίδαλος είχε εργαστήρι στην Αθήνα και ήταν ο πιο ξακουστός τεχνίτης της πόλης. Μάλιστα έλεγαν πως ήταν τέτοια η τέχνη του που τα αγάλματά του έμοιαζαν με αληθινά και ήταν έτοιμα να κινηθούν. Ο Δαίδαλος ήταν ο πρώτος που έδωσε ελεύθερη κίνηση στα μέλη του αγάλματος, απελευθερώνοντας έτσι τα χέρια από το σώμα και ξεχωρίζοντας τα πόδια μεταξύ τους. Κατασκεύασε ξύλινο ομοίωμα αγελάδας (την περίφημη "Δάμαλις"), με το οποίο η Πασιφάη, γυναίκα του Μίνωα, ενώθηκε με τον λευκό ταύρο, που δώρισε ο Ποσειδώνας στον βασιλιά της Κρήτης. Στη διάρκεια της παραμονής του στο νησί, ο Δαίδαλος και ενώ βρισκόταν στην ευμένεια του Μίνωα κατασκεύασε τον Λαβύρινθο μέσα στον οποίο κλείστηκε ο μυθικός Μινώταυρος που φύλαγε μάλλον το θησαυρό του Μίνωα. Στον Λαβύρινθο η κατασκευή ήταν τέτοια, που εύκολα έφτανες στο κέντρο του, δύσκολα όμως έβρισκες την έξοδο του. Ο Μίνωας τόσο εκτίμησε τον Δαίδαλο που δεν του επέτρεπε να φύγει ούτε έξω από το παλάτι.

Στον Δαίδαλο κατέφυγε η ερωτοχτυπημένη Αριάδνη, για να της δώσει μια λύση ώστε να σωθεί ο αγαπημένος της Θησέας. Έτσι της έδωσε τον περίφημο "μίτο της Αριάδνης", με τον οποίο ο Θησέας "χαρτογράφησε" την πορεία του στον Λαβύρινθο και, αφού σκότωσε τον Μινώταυρο, ακολούθησε το ξετυλιγμένο σκοινί και βγήκε έξω. Όταν κατάλαβε ο βασιλιάς της Κρήτης την ανάμιξη που είχε ο Δαίδαλος στα γεγονότα με τον Θησέα, εξέφρασε την δυσμένεια του με το να του απαγορεύσει να φύγει και να τον κλείσει στο τελειότερο κατασκεύασμα του, στον Λαβύρινθο. Στην προσπάθειά του να δραπετεύσει από το νησί και χάρη στην ευφυΐα του επινόησε γι' αυτόν και τον γιο του, τον Ίκαρο, φτερά τα οποία τους βοήθησαν να πετάξουν και ξεφύγουν από τον Μίνωα. Ο Ίκαρος παρακούοντας τις εντολές του πατέρα του, πλησίασε τον ήλιο και το κερί που συγκρατούσε τα φτερά του έλιωσε με αποτέλεσμα να πνιγεί στην θάλασσα που ονομάστηκε Ικάριο Πέλαγος και να ταφεί σε ένα νησί που ονομάστηκε Ικαρία.
Ο ΙΑΣΟΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΔΕΡΑΣ
Στην ελληνική μυθολογία ο Ιάσονας (Ιάσων) ήταν ο ήρωας που ηγήθηκε της Αργοναυτικής Εκστρατείας.

Ο Ιάσονας ήταν γιος του Αίσονα και της Πολυμήδης, της θείας του Οδυσσέα. Πάντως ως μητέρα του αναφέρεται και η Αλκιμήδη και, σύμφωνα με τους θεσσαλικούς μύθους, η Ροιώ. Ο Ιάσονας ήταν απόγονος του θεού Αιόλου. Ο Αίσονας, νόμιμος βασιλιάς της Ιωλκού, εκδιώχθηκε από τον ετεροθαλή αδελφό του, τον Πελία, ενώ άλλη εκδοχή λέει ότι ο Αίσονας εμπιστεύθηκε στον Πελία την εξουσία ώσπου να ενηλικιωθεί ο Ιάσων. Ο μικρός Ιάσονας ανατράφηκε στο Πήλιο από τον Κένταυρο Χείρωνα, που του δίδαξε και την Ιατρική.

Μόλις ενηλικιώθηκε, ο Ιάσονας πήρε τον δρόμο για την Ιωλκό. Στον δρόμο, καθώς επεχείρησε να περάσει ένα ποτάμι, έχασε το ένα του σανδάλι, οπότε εμφανίσθηκε στη γενέτειρά του «μονοσάνδαλος». Φορούσε το τομάρι ενός πάνθηρα και κρατούσε από μία λόγχη στο κάθε του χέρι. Φθάνοντας στο κέντρο της Ιωλκού τον είδε ο Πελίας, που εκείνη τη στιγμή τελούσε μία θυσία. Ο Πελίας τότε τρομοκρατήθηκε, επειδή ένας χρησμός του είχε πει να «φυλαχθεί από τον μονοσάνδαλο». Ο Ιάσονας έμεινε 5 ημέρες στο σπίτι του πατέρα του και στη συνέχεια πήγε στον Πελία και του ζήτησε την εξουσία. Μόλις ο Πελίας συνήλθε από τον φόβο του, ρώτησε τον Ιάσονα ποια τιμωρία θα επέβαλλε σε ένα σφετεριστή του θρόνου, οπότε ο Ιάσονας του αποκρίθηκε ότι θα τον έστελνε να φέρει το «Χρυσόμαλλο δέρας», την προβιά δηλαδή του φτερωτού κριαριού που είχε φυγαδεύσει τον Φρίξο και την Έλλη. Τότε ο Πελίας διέταξε τον Ιάσονα να εκτελέσει αυτή την αποστολή, άλλη παράδοση όμως αναφέρει ότι ο Ιάσονας πήρε μόνος του την απόφαση να πάει να φέρει το Δέρας: κατά τους ποιητές, η θεά Ήρα του ενέβαλε αυτή την ιδέα, με απώτερο στόχο να τιμωρήσει τον Πελία επειδή δεν την τιμούσε όπως εκείνη θα ήθελε.
Ο ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Πριν από πολλά χρόνια, στην αρχαία εποχή, τότε που στον Όλυµπο κατοικούσαν οι δώδεκα θεοί, ο Δίας αποφάσισε να παντρέψει το βασιλιά της Φθίας, τον Πηλέα, µε µια θαλασσινή νεράιδα, τη Θέτιδα, την κόρη του Νηρέα. Ο γάµος έγινε στο Πήλιο κι ήτανε καλεσµένοι όλοι οι θεοί και οι θεές. Μόνο τηνΈριδα δεν κάλεσαν, τη θεά της φιλονικίας, γιατί όπου πήγαινε έσπερνε µίσος και καβγάδες. Εκείνη θύµωσε πολύ κι πήγε στο γάµο αόρατη κι άφησε στο τραπέζι ένα µήλο ολόχρυσο, που πάνω του είχε γράψει: «στην οµορφότερη». Αµέσως η Ήρα, η Αθηνά κι η Αφροδίτη άρχισαν να µαλώνουν για το ποια ήταν η οµορφότερη που θα έπαιρνε το µήλο. Ρώτησαν και το Δία, µα αυτός δεν ήθελε να στενοχωρήσει καµιά από τις τρεις θεές. Γι’ αυτό είπε να πάνε στο βουνό Ίδη, δίπλα στην Τροία, όπου ο Πάρης, ο γιος του βασιλιά Πρίαµου, έβοσκε το κοπάδι του σε µια πλαγιά, για να διαλέξει εκείνος την οµορφότερη θεά. Πέταξαν λοιπόν οι τρεις θεές, µαζί µε τον Ερµή, στην Ίδη και στάθηκαν µπροστά στο ξαφνιασµένο βασιλόπουλο. Ο Ερµής τού είπε το θέληµα του Δία και του έδωσε το χρυσό µήλο της Έριδας.
Τότε η Ήρα τού έταξε να τον κάνει τον πιο µεγάλο βασιλιά, η Αθηνά τον πιο γενναίο και σοφό πολεµιστή και η Αφροδίτη να του βρει την πιο όµορφη γυναίκα για να την παντρευτεί. O Πάρης, αφού το καλοσκέφτηκε, έδωσε το χρυσό µήλο στην Αφροδίτη. Η Ήρα και η Αθηνά έφυγαν θυµωµένες, ενώ η Αφροδίτη φανέρωσε στον Πάρη πως η ωραία Ελένη, η γυναίκα του Μενέλαου, του βασιλιά της Σπάρτης, ήταν η οµορφότερη στον κόσµο και τον συµβούλεψε να πάει να την πάρει. 

Ο Πάρης ετοίµασε καράβι γρήγορο κι έφυγε για τη Σπάρτη. Έφτασε στο παλάτι του Μενέλαου κρατώντας πλούσια δώρα. Εκεί όλοι τον καλοδέχτηκαν και τον φιλοξένησαν, όπως ταίριαζε στο βασιλόπουλο της Τροίας. Όµως ο Πάρης, µε τη βοήθεια της Αφροδίτης, ξεµυάλισε την Ελένη και την έπεισε να τον ακολουθήσει. Και µια µέρα που έλειπε ο Μενέλαος, έφυγαν για την Τροία. Οργίστηκε πολύ ο Μενέλαος, που ο Πάρης του πήρε την Ελένη, και θέλησε να τον εκδικηθεί και να τη φέρει πίσω. Γι’ αυτό ζήτησε βοήθεια από τον αδελφό του, τονΑγαµέµνονα, που βασίλευε στις Μυκήνες. Εκείνος κάλεσε όλους τους βασιλιάδες των Αχαιών να ετοιµαστούν να πάνε στην Τροία, να πολεµήσουνε να πάρουν πίσω την Ελένη. Στο λιµάνι της Αυλίδας µαζεύτηκαν όλοι οι Αχαιοί µε τα πλοία και το στρατό τους. Πήγε ο γερο-Νέστορας, ο βασιλιάς της Πύλου, ο Ιδοµενέας από την Κρήτη, ο Αίαντας από τη Σαλαµίνα, ο άλλος Αίαντας απ’ τη Λοκρίδα, ο Διοµήδης από το Άργος, ο Φιλοκτήτης, ο φίλος του Ηρακλή, από τη Μαγνησία, ο Οδυσσέας απ’ την Ιθάκη κι ο Αχιλλέας, ο γιος του Πηλέα και της Θέτιδας από τη Φθία µε το φίλο του τον Πάτροκλο και τους γενναίους Μυρµιδόνες. Διάλεξαν για αρχηγό τον Αγαµέµνονα κι αφού έκαναν θυσίες, περίµεναν να φυσήξει ο άνεµος, να ξεκινήσουν τα καράβια για την Τροία.

Όµως φύλλο δεν εσάλευε κι οι βασιλιάδες ρωτήσανε το µάντη Κάλχα να τους πει γιατί οι άνεµοι δε φυσούσαν. Εκείνος τότε είπε ότι η θεά Άρτεµη κρατούσε τους ανέµους. Είχε θυµώσει, γιατί ο Αγαµέµνονας είχε σκοτώσει το ιερό ελάφι της. Και δε θα της περνούσε ο θυµός, αν πρώτα ο Αγαµέµνονας δε θυσίαζε στο βωµό της την κόρη του, την Ιφιγένεια. Αβάσταχτη θλίψη πλάκωσε την καρδιά του Αγαµέµνονα. Δεν ήθελε να θυσιάσει την αγαπηµένη του κόρη. Μέρες θρηνούσε. Τέλος έστειλε µήνυµα στην Κλυταιµνήστρα, τη γυναίκα του, να φέρει στην Αυλίδα την Ιφιγένεια, να την παντρέψει τάχα µε τον Αχιλλέα. Όταν η Ιφιγένεια κι η µητέρα της έφτασαν στην Αυλίδα, µε δάκρυα στα µάτια ο Αγαµέµνονας τους είπε την αλήθεια. Η Κλυταιµνήστρα έκλαιγε και τον παρακαλούσε να µην αφήσει να γίνει η θυσία. Η Ιφιγένεια τελικά αποφάσισε να θυσιαστεί για την πατρίδα της. Τη µέρα της θυσίας πήγε στολισµένη στο βωµό και µε θάρρος έσκυψε το κεφάλι. Κι ο µάντης Κάλχας, αφού της φόρεσε χρυσό στεφάνι στα µαλλιά, σήκωσε το µαχαίρι. Όµως εκείνη τη στιγµή η Άρτεµη ήρθε µέσα σε ένα σύννεφο, άρπαξε την κόρη και πάνω στο βωµό άφησε ένα µικρό ελάφι. Την Ιφιγένεια την πήγε µακριά στη χώρα των Ταύρων σ’ έναν από τους ναούς της. Αµέσως φύσηξε άνεµος και οι Αχαιοί κίνησαν για την Τροία.
Back to content | Back to main menu